χλωρίωση

χλωρίωση
η
η προσθήκη χλωρίου σε χημική ουσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χλωρίωση — η, Ν 1. κατεργασία με χλώριο στην οποία υποβάλλεται το πόσιμο νερό για αποστείρωση και για την απαλλαγή του από ορισμένες ανεπιθύμητες προσμίξεις 2. χημ. η υποκατάσταση ενός ή περισσότερων ατόμων υδρογόνου μιας χημικής ένωσης από ισάριθμα άτομα… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που …   Dictionary of Greek

  • κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… …   Dictionary of Greek

  • μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλενοχλωρίδιο — Οργανική ένωση με χημικό τύπο CH2CL2. Ονομάζεται και διχλωρο μεθάνιο. Είναι άχρωμο υγρό, με οσμή παρόμοια με του χλωροφορμίου· έχει σημείο βρασμού 39,8° C, πυκνότητα 1,33 gr/cm3 (στους 20° C) και είναι αδιάλυτο στο νερό. Παρασκευάζεται… …   Dictionary of Greek

  • φαινυλοχλωροφόρμιο — το, Ν χημ. χημική οργανική ένωση που λαμβάνεται με χλωρίωση τού τολουολίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylchloroforme < phenyl (βλ. φαινύλιο) + chloroforme «χλωροφόρμιο»] …   Dictionary of Greek

  • χλωριασμός — ο, Ν χλωρίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλώριο, μέσω ενός ρ. *χλωριάζω] …   Dictionary of Greek

  • καμφένιο — Ακόρεστος υδρογονάθρακας της σειράς των τερπενίων, του τύπου C10H16. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους με οσμή καμφοράς και είναι σώμα πτητικό, αδιάλυτο στο νερό, λιγότερο διαλυτό στην αλκοόλη και πολύ διαλυτό στον αιθέρα και στο βενζόλιο.… …   Dictionary of Greek

  • υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”